- τάχισθ'
- τάχιστα , τάχιστοςneut nom/voc/acc plτάχιστε , τάχιστοςmasc voc sgτάχισται , τάχιστοςfem nom/voc plτάχιστα , ταχύςswiftneut nom/voc/acc plτάχιστε , ταχύςswiftmasc voc sgτάχισται , ταχύςswiftfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.